Φρυνώνδας

Φρυνώνδας
Φρυνώνδᾱς , Φρυνώνδης
masc acc pl (doric)
Φρυνώνδᾱς , Φρυνώνδης
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρυνώνδειος — ὁ, Α [Φρυνώνδας] πανούργος, απατεώνας …   Dictionary of Greek

  • φρύνη — (Θεσπιές Βοιωτίας 365 π.Χ. – Αθήνα 310 π.Χ). Η γνωστότερη και ωραιότερη εταίρα της ελληνικής αρχαιότητας. Αρχικά την έλεγαν Μνησαρέτη, μα της έδωσαν το όνομα Φ., επειδή ήταν πολύ ωχρή. Ασκούσε στην αρχή το επάγγελμα της αυλητρίδας, και, κατόρθωσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”